δεκαημερία

δεκαημερία
και δεκαμερία, η
1. χρονικό διάστημα δέκα ημερών
2. αμοιβή εργασίας δέκα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”